ἐρατύω

ἐρατύω
ἐρᾱτύω , ἐρητύω
restrain
pres subj act 1st sg (doric)
ἐρᾱτύω , ἐρητύω
restrain
pres ind act 1st sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ερατύω — ἐρατύω (Α) ερητύω …   Dictionary of Greek

  • ερητύω — ἐρητύω και δωρ. ἐρατύω (Α) 1. αναστέλλω, αναχαιτίζω, συγκρατώ, καταπνίγω 2. κρατώ μακριά, απομακρύνω από κάτι, αποτρέπω 3. (με απρμφ.) εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. από κάποιο ουσ. σε τυς (* ερη τυς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”